- φλοιός
- Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των επινεφρίδιων κλπ.
Ο φ. των δέντρων είναι κυτταρικά στρώματα, από την επιδερμίδα έως το κάμβιο, τα οποία αποτελούν τον μανδύα, που περιβάλλει τον ξυλώδη κορμό του βλαστού και της ρίζας. Από ανατομική όμως άποψη, ο φλοιός δεν περιλαμβάνει τους ιστούς, από την ενδοδερμίδα έως το κάμβιο, οι οποίοι αποτελούν τη βίβλο ή φλοίωμα, αλλά μόνο εκείνους που περιλαμβάνονται στα μεταξύ της επιδερμίδας και ενδοδερμίδας κυτταρικά στρώματα, που διακρίνονται με ευχέρεια σε εγκάρσια διατομή του βλαστού και της ρίζας, στην πρωτογενή μόνο διάπλασή τους.
* * *(I)ο, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. φλόος και συνηρ. τ. φλοῡς Α1.το εξωτερικό περίβλημα τού κορμού και τών κλάδων τών δένδρων2. η φλούδα τών καρπών3. (γενικά) εξωτερικό στρώμα (α. «φλοιός τής Γης» β. «δύνανται δ' ἀφιέναι αἱ ἀράχναι τὸ ἀράχνιον... οὐκ ἔσωθεν ὡς ὄν περίττωμα, ἀλλ' ἀπὸ τοῡ σώματος οἷον φλοιόν», Αριστοτ.)νεοελλ.1. βοτ. το σύνολο τών ιστών που βρίσκονται έξω από τον καμβιώδη δακτύλιο στους βλαστούς και στις ρίζες τών φυτών τα οποία εμφανίζουν δευτερογενή κατά πάχος αύξηση, δηλαδή στα ξυλώδη φυτά2. (ανατ.-βιολ.) η εξωτερική στιβάδα ενός οργάνου ή μέρους τού σώματος, που διακρίνεται κατά τη δομή και τη λειτουργία της από το κεντρικό ή υποκείμενο τμήμα του («φλοιός τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων»)3. γεωλ. το εξωτερικό, σχετικά λεπτό, στερεό στρώμα τής Γης, που βρίσκεται πάνω από τον μανδύα και τού οποίου το πάχος ποικίλλει, φθάνοντας μεταξύ 3 και 15 χιλιομέτρων κάτω από τους ωκεανούς και μεταξύ 30 και 60 χιλιομέτρων στην ξηρά4. φρ. α) «πρωτογενής φλοιός»βοτ. ο ιστός τών αδιαφοροποίητων κυττάρων που βρίσκεται μεταξύ τής επιδερμίδας και τής στήλης τών βλαστών και τών ριζών και ο οποίος αποτελείται κυρίως από θεμελιώδες περέγχυμαβ) «ηπειρωτικός φλοιός»γεωλ. ο φλοιός τής Γης στην ξηρά, στις ηπείρουςγ) «ωκεάνιος φλοιός»γεωλ. ο φλοιός τής Γής που βρίσκεται κάτω από τις ωκεάνιες λεκάνεςδ) «φλοιός τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων» ή «εγκεφαλικός φλοιός» ή «φλοιός τού εγκεφάλου» — το περιφερικό στρώμα τού εγκεφάλου, το οποίο αποτελείται, από τα έξω προς τα μέσα, από έξι επιμέρους στιβάδες, δηλαδή τη μοριώδη στιβάδα, την έξω κοκκώδη στιβάδα, τη στιβάδα τών πυραμιδοειδών κυττάρων, την έσω κοκκώδη στιβάδα, τη στιβάδα τών γαγγλιακών κυττάρων και τη στιβάδα τών ατρακτοειδών κυττάρων, στρώμα που αποτελεί αφετηρία ή κατάληξη τών κινητικών και αισθητηριακών διεγέρσεωνε) «φλοιός τών επινεφριδίων»ανατ. η φλοιώδης ουσία τών επινεφριδίωναρχ.1. το οστρακώδες περίβλημα αβγού, τσόφλι («ὁ δὲ νεοττὸς [ενν. τοῦ ὄφεως] ἄνω ἐπιγίγνεται καὶ οὐ περιέχει φλοιὸς ὀστρακώδης», Αριστοτ.)2. μτφ. α) πλεονασμός («ὁ Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιόν», Πλούτ.)β) επιφανειακή, επουσιώδης προσέγγιση ενός θέματος («περὶ τὸν φλοιὸν ἀσχολεῖσθαι», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φλοιός (< *φλοF-yό-ς, χοῖρος < *χοιρ-yος, μαζός πιθ. < *μαδ-yό-ς, βλ. μαστός), φλόος (< *φλοF-ος) και φλοῦς (< φλόος με συναίρεση) πρέπει να αναχθούν στην ετεροιωμένη βαθμίδα φλο-F- τού ρ. φλέω* «είμαι γεμάτος χυμό», λόγω τού ότι η φλούδα, το εξωτερικό περίβλημα τού κορμού και τών κλαδιών περιέχει άφθονους χυμούς. Οι τ. φλοιός και φλόος θα πρέπει να διακριθούν από τους τ. φλοιός* (ΙΙ) «χυμός» και φλόος* (Ι) «άνθηση», οι οποίοι ανάγονται επίσης στο ρ. φλέω και έχουν σχηματιστεί με ανάλογο τρόπο (βλ. και λ. φλέω).ΠΑΡ. φλοιώδης, φλούδι(ον)αρχ.φλοιώτις(αςχ.-μσν.) φλοιώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. φλοιορραγής, φλοιόρριζοςαρχ.-μσν.φλοιοβαρήςνεοελλ.φλοιοβαφή, φλοιόθριψ, φλοιοφάγος, φλοιοχρωστική. (Β' συνθετικό) άφλοιος, δασύφλοιος, έμφλοιος, λειόφλοιος, λεπτόφλοιος, ξηρόφλοιος, παχύφλοιος, τραχύφλοιοςαρχ.αλίφλοιος, αυτόφλοιος, γεραιόφλοιος, ερίφλοιος, ευθύφλοιος, κακόφλοιος, λευκόφλοιος, μαλακόφλοιος, ομοιόφλοιος, ομόφλοιος, περίφλοιος, πολύφλοιος, ρηξίφλοιος, ρυτιδόφλοιος, τανύφλοιος, υγρόφλοιος, υπέρφλοιος].————————(II)ο, Αχυμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (φλF- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φλέω* «είμαι γεμάτος χυμό» + κατάλ. -yo-ς (για τον σχηματισμό βλ. και λ. φλοιός [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.